- καταφθορᾶς
- καταφθοράdestructionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφθοράς — καταφθορά̱ς , καταφθορά destruction fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντέλεια — Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων που αποτελούσε μέρος της λατρείας της θεάς Δήμητρας. Η γιορτή δεν είχε πανελλήνιο χαρακτήρα αλλά τοπικό (Ελευσίνα, Συρακούσες). * * * ἡ, Α [παντελής] 1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην… … Dictionary of Greek